γόμωση

γόμωση
Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός πυροβόλου όπλου και εκραγούν, χρησιμεύουν για να προσδώσουν στο βλήμα μια προκαθορισμένη αρχική ταχύτητα. Περιέχονται μέσα σε κατάλληλα περιβλήματα, τους κάλυκες. Αυτοί είναι είτε μεταλλικοί είτε από χαρτόνι (όπως στα κοινά κυνηγετικά τουφέκια) και μπορεί να είναι συνδεδεμένοι ή όχι με το αντίστοιχο βλήμα. Αν είναι από ύφασμα ή από σελουλόιντ λέγονται φύσιγγες και είναι πάντα χωριστά από το βλήμα. Η έκρηξη προκαλείται από εναύσματα, που λέγονται συνήθως εκκαύματακυψύλλια, τα οποία είναι πάνω στους κάλυκες ή στην περίπτωση των φυσίγγων, μέσα σε μια οπή του κλείστρου. Από την εφεύρεση των πυροβόλων όπλων έως τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., οι γ. εκτόξευσης αποτελούνταν αποκλειστικά από μαύρη πυρίτιδα, η οποία σήμερα έχει αντικατασταθεί από τις άκαπνες πυρίτιδες (με βάση τις ενώσεις νιτροκυτταρίνη και νιτρογλυκερίνη, όπως η βαλλιστίτιδα, η χωροίτιδα κλπ.). Οι εκρηκτικές γ. αντίθετα προορίζονται για να προκαλούν ρηκτικά αποτελέσματα. Ανάλογα με τη χρήση τους μπορούν να συσσωρευτούν σε κοιλότητες που έχουν ανοιχτεί στο έδαφος (υπόνομοι ορυχείων) ή να περιέχονται σε βλήματα, νάρκες, κεφαλές τορπιλών ή πυραύλων, βόμβες ή να έρχονται απλώς σε επαφή με τον στόχο. Τα εναύσματα που χρησιμοποιούνται για την ανάφλεξη των εκρηκτικών γ. λέγονται εμπυρεύματα και ιδιαίτερα πυροσωλήνες για τα βλήματα και τις βόμβες και επικρουστήρες για τις τορπίλες. Και για τις εκρηκτικές γ. η μόνη εκρηκτική ύλη που ήταν σε χρήση έως το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. ήταν η μαύρη πυρίτιδα. Αργότερα αντικαταστάθηκε από τις ευγενείς εκρηκτικές ύλες (τροτύλη, πεντρίτης, T4 κλπ.). Σήμερα, ύστερα από τις αντίστοιχες φυσικοατομικές ανακαλύψεις, προστέθηκαν και οι πυρηνικές εκρηκτικές ύλες. Για να αυξηθεί η ρηκτική ικανότητα των εκρηκτικών γ. σε θωρακίσεις ή άλλες ανθεκτικές κατασκευές, χρησιμοποιούνται οι κοίλες γ. Η ονομασία τους προέρχεται από μια κοιλότητα με κατάλληλες διαστάσεις προς την πλευρά της γ. που είναι στραμμένη προς τον στόχο. Η γ. εμφανίζει έτσι τη μορφή ενός κώδωνα ή ενός αναποδογυρισμένου κυπέλλου σε σχήμα Γ. Με αυτό το σχήμα συγκεντρώνουν σε μια πολύ περιορισμένη ζώνη (εστιακή ζώνη) την κρουστική ενέργεια των εκρηκτικών κυμάτων, τα οποία αναχωρούν από το σημείο ανάφλεξης, που είναι στην αντίθετη ως προς την κοιλότητα πλευρά. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η συγκέντρωση πρέπει το σχήμα της κοιλότητας να είναι τέτοιο, ώστε τα εκρηκτικά κύματα να φτάνουν ταυτόχρονα στην εστιακή ζώνη. Τα αποτελέσματα της κοίλης γ., η οποία πραγματοποιεί μια πολύ ορμητική κρούση σε πολύ περιορισμένη ζώνη, είναι όμοια με τις συνέπειες της βολής ρηκτικών βλημάτων. Έχουμε έτσι διάτρηση με επιβλητικά αποτελέσματα, έστω και με μικρές ποσότητες εκρηκτικής ύλης. Για παράδειγμα, με μόνο 200 γρ. τροτύλης μπορούμε να τρυπήσουμε χαλύβδινη πλάκα πάχους 6 εκ. Τα αποτελέσματα των κοίλων γ. τα χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά οι Γερμανοί στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο για την καταστροφή ορισμένων οχυρών στην περιοχή της Λιέγης. Αργότερα τα χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό όλοι οι εμπόλεμοι σε διάφορα βλήματα όπως επίσης και σε πυραύλους. Σχηματική παράσταση κοίλης γόμωσης: η ύπαρξη μιας κοιλότητας με κατάλληλες διαστάσεις αυξάνει τα ρηκτικά αποτελέσματα της έκρηξης.
* * *
η (AM γόμωσις) [γομώ]
1. γέμιση
2. η πλήρωση τής θαλάμης πυροβόλου όπλου
νεοελλ.
1. το γέμισμα, το ποσό τής εκρηκτικής ύλης με το οποίο γεμίζει η θαλάμη του όπλου πριν από κάθε βολή
2. η ποσότητα εκρηκτικών σε ανατινάξεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γόμωση — η 1. γέμισμα όπλου με εκρηκτική ύλη. 2. η ποσότητα της εκρηκτικής ύλης με την οποία γεμίζει ένα όπλο: Τέλειωσε η γόμωση και δεν μπορούσαν πια να πυροβολήσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • ναπάλμ — Εμπρηστική ουσία που παράχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1942. Είναι μια ζελατινώδης μάζα που κατασκευάζεται με την ανάμειξη βενζίνης και ενός μείγματος αλάτων ναφθαλικού οξέος (από όπου η πρώτη συλλαβή του ν.) και από σάπωνες λιπαρών οξέων,… …   Dictionary of Greek

  • ξηρογραφία — Φωτογραφική διεργασία που βασίζεται στην επίδραση του φωτός πάνω σε υλικό με «φωτοευαίσθητο» στρώμα από ημιαγωγό, όπου πριν από τη φωτογράφηση επιστρώνεται ηλεκτροστατική γόμωση. Στην έκθεση, η ηλεκτροστατική γόμωση μειώνεται ανάλογα με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”